- παραθέτω
- citer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παραθέτω — παραθέτω, παρέθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραθέτω — 1. θέτω πολλά πράγματα το ένα κοντά στο άλλο 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω 3. (σχετικά με φαγητό) προσφέρω, σερβίρω 4. αναφέρω το ένα μετά το άλλο, αραδιάζω 5. μνημονεύω χωρίο κειμένου σε γραπτό λόγο 6. προσάγω, προσκομίζω … Dictionary of Greek
παραθέτω — παρέθεσα, παρατέθηκα, παραθεμένος 1. βάζω κάτι κοντά σε άλλο: Όταν ο συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο του και τις πηγές πληροφοριών του, τότε γίνεται περισσότερο πιστευτός. 2. αραδιάζω, προβάλλω, αναφέρω: Ο ομιλητής για κάθε άποψή του παρέθεσε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… … Dictionary of Greek
αντιδιαστέλλω — (Α ἀντιδιαστέλλω) παραθέτω και κάνω διάκριση αρχ. αντιτάσσω … Dictionary of Greek
αντιπαράγω — ἀντιπαράγω (Α) 1. παραθέτω, παρουσιάζω κάτι αντί άλλου που απέρριψα 2. οδηγώ στράτευμα εναντίον κάποιου 3. προχωρώ για να συναντήσω τον εχθρό 4. βαδίζω παράλληλα σε κάτι ή γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
αντιπαραθέτω — (AM ἀντιπαρατίθημι) παραθέτω για σύγκριση, αντιπαραβάλλω … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
δειπνίζω — (AM δειπνίζω) [δείπνον] παραθέτω δείπνο σε κάποιον, καλώ κάποιον σε δείπνο νεοελλ. δειπνώ αρχ. «βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα … Dictionary of Greek
επιπροϊάλλω — ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω] 1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω σε κάποιον … Dictionary of Greek